Από την έβδομη ακόμη χιλιετία εμφανίζονται στην ανατολική Μεσόγειο πολιτισμοί που βασίζουν την οικονομία τους στη γεωργία. Συνηθέστερα δημητριακά της περιοχής είναι ο σίτος, ως μονόκοκκος απόγονος αυτοφυούς μορφής, ως δίκοκκος και σκληρός, τέλος ως σπελτοειδής και κοινός, καθώς και η δίστοιχη ή εξάστοιχη κριθή.
Στους νεολιθικούς χρόνους…
O θερισμός γίνεται με δρεπάνι που φέρει οδόντες από πυριτόλιθο, ενώ αργότερα εδραιώνεται η μεταλλική λεπίδα. Τα στάχυα συγκεντρώνονται σε κυκλικό περιφραγμένο αλώνι και συνθλίβονται με τη βοήθεια πριονωτής πλάκας. Ακολουθεί λίχνισμα και φύλαξη του καρπού, κατά προτίμηση χωρίς προηγουμένη απομάκρυνση του κελύφους.
Η παρασκευή του αλεύρου απαιτεί δύο τουλάχιστον κοσκινίσεις των σπόρων. Σκληρότερα είδη σίτου αποφλοιώνονται με περαιτέρω σύντομη φρύξη σε φούρνο, λειοτρίβηση σε ρηχό ιγδίο και νέα κοσκίνιση. Την πρώτη αυτή φάση καθαρισμού ακολουθεί η κυρίως άλεση, που σύντομα θα εγκαταλείψει τον παλινδρομικό τριπτήρα για να υιοθετήσει την περιστροφική κανονικότητα του χειρομύλου και την αυτόνομη παροχή του υδρομύλου. Προηγούμενη αδρή ομογενοποίηση σε ιγδίο διευκολύνει τις διαδικασίες.
Η τελευταία φάση της διεργασίας συνίσταται σε έψηση της ζύμης, αρχικά σε απλούς λάκκους ή επίπεδους βωμούς και κατόπιν σε φούρνους – κατά κύριο λόγο θολωτές πέτρινες κατασκευές αλειμμένες με πηλό. Οι χυλοί θα ληφθούν με βρασμό του αποφλοιωμένου καρπού ή του αλεύρου.
Είδη άρτων: Οι ποιότητες των αρχαιοελληνικών άρτων είναι πολλές.
Ο πλακίτης θερμαίνεται σε πυρωμένες πλάκες και ο σποδίτης στη στάχτη, ο τηγανίτης, ο τυρόεις και το λάγανον υπενθυμίζουν αντίστοιχες σύγχρονες γεύσεις, ο άζυμος παρασκευάζεται χωρίς μαγιά και ο σιλιγνίτης από λεπτότατο άλευρο, ο χονδραλεσμένος σεμιδαλίτης και ο ξηρός δίπυρος διακρίνονται για την ανθεκτικότητά τους, ο πιστός προέρχεται από τον κέγχρο.
Τέλος, αρτύματα προσδίδουν ποικιλία και άρωμα στον βωλητίνο, πασπαλισμένο με σπόρους μήκωνος, στον στρεπτίκιο, εμποτισμένο με πιπέρι και ελαιόλαδο, στον όμωρο, ζυμωμένο με μέλι και σησάμι, στον αλειφατίτη, πλούσιο σε λιπαρά πρόσθετα. Τα προϊόντα τούτα μιας εξεζητημένης αρτοποιητικής τέχνης θα υμνηθούν από τον Αθήναιο ως ευστόμαχα και διεγερτικά της ορέξεως.
Εύγευστα γιατρικά
Εντάσσοντας τον άρτο, ή και τα άλευρα, στα διατροφικά σχήματα: και τον υπόλοιπο χρόνο να τρέφεται με κρίθινες πίττες και άρτο, τρώγοντας και από τα δύο, ή: να παραμείνει νήστις, εκτός από εψημένο άλευρο, τα ιπποκρατικά κείμενα θα καθιερώσουν τους χυλούς των σιτηρών ως θεμελιώδη διαιτητικά προϊόντα επί ποικίλων ασθενειών: οι χυλοί είναι ποικίλοι … και άλλοτε βλάπτουν και άλλοτε ωφελούν … και η αιτία εν μέρει είναι φανερή και εν μέρει άγνωστη. Εύπεπτα τονωτικά και αβλαβή επουλωτικά μέσα, ή ενίοτε απλά έκδοχα, τούτοι θα αποτελέσουν επί μακρούς αιώνες κυρίαρχο στοιχείο της συνταγογραφίας.
Σαφής είναι η προτίμηση στην πτισάνη-την αποφλοιωμένη κριθή:
Nα δώσεις δύο φορές την ημέρα χυλό πτισάνης ψυχρό και λεπτόρρευστο, ή: βράσε σε ύδωρ κονιοποιημένη λινόζωστι, διήθησε τον ζωμό, ανάμιξέ τον με ίση ποσότητα χυλού πτισάνης, και πρόσθεσε ολίγο μέλι στο μίγμα, να το ροφά τρεις φορές την ημέρα.
Ο ευρυμαθής Διοσκουρίδης θα εξάρει τις ιδιότητες της κριθής:
Tο άλευρό της κριθής με σπόρους λινού και τήλι και απήγανο είναι κατάπλασμα χρήσιμο επί εντερικών παθήσεων, δίχως ωστόσο να υποτιμήσει τον σίτο:
όταν μασηθεί ή επιτεθεί ως κατάπλασμα ο σίτος ωφελεί τους κυνοδήκτους … το άλευρο του επιτίθεται ως κατάπλασμα με χυλό υοσκυάμου επί ρευματικών και εντερικών παθήσεων, και: το άμυλο … παρασκευάζεται από καθαρό σίτο τριών μηνών που έχει διαβραχεί και πλυθεί με ύδωρ γλυκύ … και όταν αποχυθεί το ύδωρ, τρίβεται … και ψύχεται επάνω σε αχρησιμοποίητα κεραμίδια σε ισχυρότατο ήλιο, ή: ο χόνδρος γίνεται από δίκκοκο σίτο … και απαλύνει τις δερματικές παθήσεις όταν βρασθεί με όξος και χορηγηθεί ως κατάπλασμα … και το κλύσμα και το αφέψημά του είναι κατάλληλα επί πόνων δυσεντερίας.
Κριθάρι για κάθε νόσο
Με παράλληλη πορεία ο συστηματικός Γαληνός σημειώνει ότι:
η κριθή έχει πρώτης τάξεως ικανότητα να ξηραίνει και να ψύχει, έχει δε και κάποιες αποκαθαρτικές ιδιότητες …
ο δε σίτος ως φάρμακο εξωτερικώς επιτιθέμενο είναι από τα καλύτερα θερμαντικά … και το κατάπλασμα άρτου έχει μεγαλύτερη δραστικότητα απ’ αυτό του σίτου, διότι στον άρτο προϋπάρχουν το άλας και η μαγιά.
Συνάμα, ο περισπούδαστος επίγονος του μεγάλου Κώου αφιερώνει ολιγοσέλιδη πραγματεία στις αρετές της πτισάνης:
Επειδή προσφάτως ευρέθησαν ορισμένοι ιατροί να χρησιμοποιούν σε ασθενείς τους τον χυλό της πτισάνης χωρίς ούτε να προσδιορίζουν ποιοι άρρωστοι πρέπει να δέχονται αυτή την αγωγή και σε ποιους δεν συνιστάται, ούτε να αποφαίνονται για τον τρόπο χορηγήσεως και την δοσολογία ή για τον χρόνο κατά τον οποίο αρμόζει να προσφερθεί το ρόφημα
Μου φάνηκε ότι πρέπει να εκθέσω με μεγαλύτερη σαφήνεια όσα είπε ο Ιπποκράτης περί της χρήσεώς της και να τα ερμηνεύσω για τους πολλούς η πτισάνη είναι πράγμα σύνθετο και ο χυλός παρασκευάζεται από καλώς κονιοποιημένη κριθή και ύδωρ με βρασμό. Δ εν νομίζω να αμφισβητεί κανείς ότι πρέπει να επιλεγεί άριστο ύδωρ στην παρασκευή της πτισάνης.
Η ίδια η κριθή, ως έχει, ψύχει και ξηραίνει και διαθέτει κάτι το αποκαθαρτικό και φυσώδες. Πρέπει να επιλέγεται η άριστη κριθή που δεν έχει καμία επίκτητη υγρότητα οφειλομένη σε σήψη ή προσμίξεις, και δεν είναι ούτε πολύ νωπή ούτε πολύ παλαιά.
Λοιπόν καλύτερα να αναφερθούμε στον βρασμό. Η ωμή κριθή πρέπει να διαβρέχεται σε ύδωρ εκ των προτέρων, έπειτα να τρίβεται με τα χέρια έως ότου απομακρυνθεί ο λεπτός υμένας, και γι’ αυτό τον λόγο τρίβεται ισχυρώς με τα χέρια, ώστε να αποτινάξει όλα τα πίτυρα.
Και ο βρασμός να γίνεται με τον κατωτέρω τρόπο: πρώτα να βράσει πολύ έντονα και ύστερα σε χαμηλή πύρωση, μέχρις ότου χυλωθεί καλά. Είναι δε πρόδηλο ότι η πτισάνη δεν έχει τίποτε το κολλώδες και προσροφητικό, όπως όλα τα γλισχρά υλικά, εφ’ όσον όταν χορηγηθεί αποκαθαίρει τον ρύπο του σώματος, αλλά σε κάποιο βαθμό και τον χυμό του φλέγματος που ευρίσκεται στην κοιλιά.
Ο δυνατός βρασμός και η καλή ανάμιξη των πρώτων υλών απεργάζονται την φαινομενική αυτή γλισχρότητα.
Η πτισάνη πλεονεκτεί και στο ότι δεν προξενεί καμία αηδία κατά την μάσηση, διότι διέρχεται ευχερώς από τα στοιχειώδη μέρη του θώρακα λόγω των αποκαθαρτικών της ιδιοτήτων.
Ανακουφίζει δε την δίψα περισσότερο από το ύδωρ, παρ’ όλο που η υγρότητά της είναι μικρότερη, γι’ αυτό τον λόγο είναι καταλληλότατη για τους υψηλούς πυρετούς, διότι τους αντιτίθεται σε όλα, εφ’ όσον ψύχει και υγραίνει και αποκαθαίρει τους χυμούς της σήψεως, και συνάμα είναι πολύ θρεπτική για το σώμα.
Και όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς αντισηπτική δράση ή αναστάτωση του στομάχου.
Ωστόσο δεν πρέπει να χορηγείται κατά τύχη επί διαφόρων νοσημάτων, αλλά βάσει πολλών προϋποθέσεων. Δεν συνιστάται η αυξημένη δόση του ροφήματος επί νόσων ξηρής υφής, διότι αυτές απαιτούν ποτά ισχυρότερα από την πτισάνη για να υγρανθούν περισσότερο. Και η πτισάνη δεν προξενεί ουδεμία ωφέλεια αν δεν ληφθούν υπ’ όψιν οι ανωτέρω όροι, ενίοτε μάλιστα έχει καταστεί και αιτία θανάτου. Οι προϋποθέσεις δε αυτές ισχύουν για τον χυλό, αλλά και για την ίδια την αποφλοιωμένη κριθή.
Φαρμακείο στην… κουζίνα
Κατά τον 4ο αιώνα, άλλωστε, ο αυλικός ιατρός Ορειβάσιος επισημαίνει ότι:
Και αν ποτέ χρειασθεί κλύσμα, λάβε αφέψημα λινοσπέρμου και πτισάνης και ολίγου άλατος και μέλιτος, και: να τους χορηγείται κατάπλασμα φοινίκων και κλύσμα και να τους δίδεται χυλός σιτηρών, στον οποίο έχει προστεθεί ηδύοσμος, ενώ στους χρόνους του Ιουστινιανού Αλέξανδρος ο Τραλλιανός επαναλαμβάνει: τα επιθέματα του λινοσπέρμου χορηγούνται μόνα ή συχνά βρασμένα σε ύδωρ με κρίθινο άλευρο. Με δράση τεκμηριωμένη από τη θεωρία και επιβεβαιωμένη από την εφαρμογή, οι λησμονημένοι σήμερα χυλοί των σιτηρών θα διατηρήσουν επί μακρόν αξιοσημείωτη θέση στη διαιτητική παράδοση του ελληνορωμαϊκού χώρου.
Πηγή: Ε. Βαρελά – Eπίκουρος Kαθηγήτρια Tμήματος Xημείας ΑΠΘ