Κτηνοτροφικό αγρόκτημα βοοειδών, στο Mato Grosso της Βραζιλίας. Φωτογραφία: Daniel Beltra/Greenpeace
Η μικρότερη κατανάλωση ζωικών προϊόντων είναι απαραίτητη για να σωθεί ο κόσμος από τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αναφέρει έκθεση των Ηνωμένων Εθνών.
Της Felicity Carus, guardian.co.uk
Μία παγκόσμια αλλαγή προς μια βέγκαν διατροφή (αυστηρή χορτοφαγία*) είναι απαραίτητη για να σωθεί ο κόσμος από την πείνα, την έλλειψη καυσίμων και τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, λέει μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών σήμερα.
Καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός πλησιάζει τον προβλεπόμενο αριθμό των 9,1 δισεκατομμυρίων μέχρι το 2050, τα δυτικά γούστα για διατροφή πλούσια σε κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα είναι μη βιώσιμα, λέει μία έκθεση της διεθνούς επιτροπής για την αειφόρο διαχείριση των πόρων από το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP).
Λέει: «Οι επιπτώσεις από την αγροκτηνοτροφία αναμένεται να ενταθούν δραματικά επειδή η πληθυσμιακή μεγέθυνση θα αυξήσει την κατανάλωση ζωικών προϊόντων. Αντίθετα με τα ορυκτά καύσιμα, είναι δύσκολο να αναζητήσουμε εναλλακτικές: οι άνθρωποι πρέπει να φάνε. Μία σημαντική μείωση των επιπτώσεων θα ήταν δυνατή μόνο με μια ουσιαστική, παγκόσμια αλλαγή διατροφικών συνηθειών, μακριά από τα ζωικά προϊόντα».
Ο καθηγητής Έντγκαρ Χέρτουιτς, ο κύριος συγγραφέας της έκθεσης είπε: «Τα ζωικά προϊόντα μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά από την παραγωγή κατασκευαστικών υλικών, όπως η άμμος ή το τσιμέντο, τα πλαστικά ή τα μέταλλα. Η βιομάζα και τα χωράφια που προορίζονται μόνο για κτηνοτροφία προκαλούν τόση ζημιά όσο η καύση των ορυκτών καυσίμων».
Αυτή η προτροπή ακολουθεί την περσινή συμβουλή του Σερ Νίκολας Στερν, πρώην συμβούλου της κυβέρνησης των Εργατικών στα οικονομικά της κλιματικής αλλαγής. Ο Δρ Ραχέντρα Πατσάουρι, πρόεδρος της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), επίσης πρότεινε στον κόσμο να περνάνε μία μέρα την εβδομάδα χωρίς κρέας, για να περιοριστούν οι εκπομπές άνθρακα.
Η επιτροπή των ειδικών βαθμολόγησε προϊόντα, πόρους, οικονομικές δραστηριότητες και μεταφορές ανάλογα με τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις. Η αγροκτηνοτροφία βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, γιατί και τα δύο αυξάνονται ταχύτατα με την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης, αναφέρουν.
Ο Έρνστ φον Βαϊτσέκερ, περιβαλλοντολόγος επιστήμονας που συμπροέδρευσε της ομάδας, είπε: «Η αύξηση του πλούτου προκαλεί μια μεταστροφή των διατροφικών συνηθειών προς το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα – τα κοπάδια τώρα καταναλώνουν μεγάλο μέρος από τις παγκόσμιες καλλιέργειες και κατά τεκμήριο ένα μεγάλο μέρος του πόσιμου νερού, των λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων».
Και η ενέργεια και η αγροκτηνοτροφία χρειάζεται να αποσυνδεθούν από την οικονομική ανάπτυξη, γιατί οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυξάνονται περίπου 80% με το διπλασιασμό του εισοδήματος, αναφέρει η έκθεση.
Ο Ακίμ Στάινερ, γενικός υπογραμματέας των Ηνωμένων Εθνών και διευθύνων σύμβουλος του UNEP, λέει: «Η αποσύνδεση της ανάπτυξης από την περιβαλλοντική υποβάθμιση, είναι η νούμερο ένα πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις σε έναν κόσμο αυξανόμενου αριθμού ανθρώπων, αυξανόμενων εισοδημάτων, αυξανόμενων καταναλωτικών απαιτήσεων και τη μόνιμη πρόκληση της καταπολέμησης της φτώχιας».
Η επιτροπή, η οποία βασίστηκε σε πολυάριθμες μελέτες συμπεριλαμβανομένης της Χιλιετούς Αξιολόγησης του Οικοσυστήματος, αναφέρει τις εξής πιέσεις στο περιβάλλον σαν κυβερνητικές προτεραιότητες παγκοσμίως: κλιματική αλλαγή, αλλαγή των ενδιαιτημάτων, σπάταλη χρήση του αζώτου και του φωσφόρου στα λιπάσματα, υπερ-εκμετάλλευση των αλιευμάτων, των δασών και άλλων πόρων, είδη-«εισβολείς», μη ασφαλές πόσιμο νερό και εγκαταστάσεις υγιεινής, έκθεση σε μόλυβδο, αστική ατμοσφαιρική ρύπανση και έκθεση σε αιωρούμενα σωματίδια λόγω επαγγέλματος.
Η αγροκτηνοτροφία, ιδιαίτερα το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ευθύνεται για το 70% της παγκόσμιας κατανάλωσης πόσιμου νερού, 38% της συνολικής χρήσης γης και 19% των παγκόσμιων εκπομπών αερίου, λέει η έκθεση, η οποία προγραμματίστηκε να συμπέσει με την Παγκόσμια Ημέρα του Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών τον περασμένο Ιούνιο.
Την περασμένη χρονιά ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών δήλωσε ότι η παραγωγή τροφίμων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 70% παγκοσμίως μέχρι το 2050 για να θρέψει τον αυξανόμενο πληθυσμό του πλανήτη. Η επιτροπή λέει ότι τα οφέλη μιας αποδοτικότερης γεωργίας, θα υπερκεραστούν από την προβλεπόμενη πληθυσμιακή αύξηση.
Ο καθηγητής Χέρτουιτς, ο οποίος είναι συγχρόνως ο διευθυντής του προγράμματος βιομηχανικής οικολογίας στο Νορβηγικό Πανεπιστήμιο της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, είπε ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες – όπου θα λάβει χώρα μεγάλο μέρος από αυτή την πληθυσμιακή αύξηση – δεν πρέπει να ακολουθήσουν το δυτικό πρότυπο της αυξανόμενης κατανάλωσης: «Οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα πρέπει να ακολουθήσουν το μοντέλο μας. Αλλά είναι δικό μας καθήκον να αναπτύξουμε τις τεχνολογίες, για παράδειγμα, σε ανανεώσιμη ενέργεια ή μεθόδους άρδευσης».