Το Ελληνικό κράτος φαίνεται να ακολουθεί κατά πόδας τις εντολές των φίλων Γερμανών (και όχι μόνο) συμβούλων. Έτσι, τροπολογία στο νόμο που αφορά τη διακίνηση των προϊόντων σε σχέση με την ημερομηνία λήξης τους, επιτρέπει να πωλούνται νόμιμα, είδη που αναγράφουν«ανάλωση κατά προτίμηση» (π.χ.όσπρια, ρύζια, ζυμαρικά, μέλια,αναψυκτικά, κονσέρβες, μαρμελάδες, χυμοί μακράς διάρκειας, λάδια, μαργαρίνες, κ.λπ.), με περασμένη ημερομηνία. Παρ’ ότι στη Γερμανία πωλούνται ήδη προϊόντα ληγμένα σε τιμές προσφοράς, αυτό γίνεται την τελευταία μέρα του ορίου λήξης τους. Στην Ελλάδα τους ξεπεράσαμε!
Είναι γνωστό ότι πολλά προϊόντα μπορούν να υπερβούν, για μικρό διάστημα, χωρίς πρόβλημα την ημερομηνία λήξης, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν τηρούνται αυστηροί κανόνες αποθήκευσης και συντήρησης ( ψυγεία, σκιεροί χώροι, κ.λ.π.), πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο στο σπίτι και αυτό πάντα με έλεγχο μέχρι τη στιγμή της κατανάλωσης. Μια και δεν υπήρχαν εξαρχής οι προϋποθέσεις της παρατεταμένης πώλησης, στις αντίστοιχες συνθήκες φύλαξης των προϊόντων μάλλον απίθανο είναι να έχουν τηρηθεί οι προδιαγραφές. Μιλάμε πάντα μόνο για προϊόντα όπως άλευρα, ζυμαρικά, ζάχαρη, μέλι, όσπρια, κάποιες μαρμελάδες και μόνο γι’ αυτά. Σε καμμία περίπτωση δεν διακινδυνεύουμε να καταναλώσουμε προϊόντα όπως γαλακτοκομικά, αλλαντικά και ιδιαίτερα κονσέρβες, γιατί υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αλλαντίασης, σαλμονέλας και άλλων τροφογενών λοιμώξεων. Τα έλαια και όλα τα προϊόντα που συσκευάζονται σε μεταλλικές συσκευασίες, μετά το πέρασμα, συγκεκριμένου ανά περίπτωση χρονικού διαστήματος, οξειδώνονται, γι αυτό άλλωστε προτείνεται η μεταφορά τους σε γυάλινα δοχεία. Οι συντηρητικές δυνατότητες των πρόσθετων μειώνονται και αναπτύσσονται βακτήρια και μικροοργανισμοί. Τα θρεπτικά συστατικά εξαντλούνται, αφού ο χρόνος ζωής τους είναι περιορισμένος. Οι μεγαλοβιομηχανίες δε χάνουν πεντάρα και ο έλεγχος μέσω της τροφής, συνεχίζεται.
Το πρόβλημα όμως είναι υπαρκτό και επιδεινώνεται. Δεν υπάρχουν χρήματα σε πολλούς για καλές και ποιοτικές αγορές. Αν σκεφτούμε όμως τις διατροφικές συνήθειες που ακολουθούμε τα τελευταία χρόνια, θα διαπιστώσουμε ότι πολλές από αυτές είναι αποτέλεσμα διαφήμισης, προβολής και επιβολής “αναγκαιότητας” και εξυπηρέτησης συμφερόντων των μεγάλων εταιρειών.
Δεν είναι δύσκολο να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να θυμηθούμε ή να ρωτήσουμε για να μάθουμε πως διαχειριζόντουσαν την τροφή τους οι προηγούμενες γενιές. Σε συνδυασμό με τις γνώσεις που έχουμε αποκτήσει τα τελευταία χρόνια για τα θρεπτικά συστατικά των τροφών, θα μπορέσουμε εύκολα να καταλήξουμε σε καλές, θρεπτικές και οικονομικές λύσεις.
Είναι σαφώς καλύτερο να δίνουμε χρόνο και να παρασκευάζουμε δικά μας προϊόντα, από το να αγοράζουμε ληγμένα. Σίγουρα, ειδικά στις πόλεις, δεν μπορούμε να παράγουμε ότι χρειαζόμαστε. Μπορούμε όμως να τροποποιήσουμε τις συνήθειές μας, σύμφωνα με πιο υγιεινά πρότυπα και να δούμε τη δυσκολία σαν ευκαιρία για επιλογές, με γνώμονα το ατομικό μας συμφέρον ως προς την υγεία και την τσέπη μας και όχι επιτέλους το συμφέρον των βιομηχανιών.
Διαλέγουμε λαχανικά και φρούτα από τις λαϊκές αγορές, μαθαίνουμε να παρασκευάζουμε ζυμαρικά, ψωνίζουμε ρύζι, όσπρια, άλευρα και λάδι όσο μπορούμε από μικρούς παραγωγούς, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε την υπερκατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών, δεν καταναλώνουμε άχρηστα αναψυκτικά και παστεριωμένους χυμούς, ενημερωνόμαστε πολύ καλά -και φροντίζουμε να ενημερώσουμε και τα παιδιά μας-για τη Μεσογειακή και την περίφημη Κρητική διατροφή και επιτέλους κάνουμε πράξη αυτά που μέχρι τώρα μέναν στα λόγια.
Όχι με μιζέρια και καταθλιπτικά συναισθήματα, αλλά με επίγνωση, σαν πράξη επιλογής και αντίστασης σε ότι μας υποχρεώνουν να ζήσουμε. Έχουμε πάντα τη δύναμη του καταναλωτή και καλά θα κάνουμε κάποτε να την χρησιμοποιήσουμε. Το 1 € ή η 1 δραχμή, έχει την ίδια αξία για εμάς όσο και γι’ αυτούς, όσο και να μην το καταλαβαίνουμε πολλοί από εμάς. Μας χρειάζονται για να υπάρχουν και καλά θα κάνουμε να το πιστέψουμε.
Α.Χ.