Το πρώτο που θα αναφέρω, είναι η προσοχή που πρέπει να δίνουμε στο τρόπο συλλογής του.
Κόβουμε τους Καλοκαιρινούς μήνες, τα ανθισμένα μέρη, με ιδιαίτερη προσοχή, αφήνοντας πάντα ανθούς πάνω στο φυτό ώστε να μπορούν να ωριμάσουν οι σπόροι και να πολλαπλασιαστεί. Σε καμμία περίπτωση δεν το ξεριζώνουμε. Τα φαινόμενα που παρουσιάζονται τα τελευταία χρόνια , της καταστροφής δηλ. των φυτών λόγω της υπερσυλλογής και της έλλειψης σεβασμού στους κανόνες της φύσης, πρέπει να μας οδηγούν στο να μάθουμε εμείς αλλά και να μεταφέρουμε τις πληροφορίες και σε άλλους , ώστε να προστατεύουμε ό,τι μας χαρίζεται από τη φύση, με σεβασμό, συνείδηση και επίγνωση των πράξεών μας.
Περιγραφή
Ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών μαζί με τη μέντα, το βασιλικό, κ.ά. και στο γένος sideritis, το οποίο συμπεριλαμβάνει 140 περίπου είδη, 14 απ’ τα οποία είναι αυτοφυή στην Ελλάδα
Χαμηλός θάμνος που φθάνει μέχρι τα 40 cm. Mε γκριζοπράσινα χνουδωτά φύλλα, κλαδιά που στη βάση τους και κοντά στη ρίζα παίρνουν όσο μεγαλώνει το φυτό ξυλώδη μορφή, άνθη που βγαίνουν Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο με χρώμα λευκό, κιτρινωπό και χαρακτηριστικό άρωμα.
Φύεται σε υψόμετρο 500-2000 m σε ορεινές, βραχώδης περιοχές με φτωχά εδάφη, χωρίς αυτό να αποκλείει τη δυνατότητά του να καλλιεργηθεί σε πιο εύφορα χώματα με καλύτερη απόδοση. Παράδειγμα: η καλλιέργεια στη Σούρπη Μαγνησίας.
Το τσάι του βουνού έχει διάφορες ονομασίες σε κάθε περιοχή όπως: μαλοτύρα ή καλοκοιμηθειά στη Κρήτη, μπετόνικο ή βλάχικο στη βόρειο Ελλάδα, τσάι Ταϋγέτου ή Μαλεβού, κ.λ.π.. Είναι γνωστό επίσης και σαν το δόντι του λέοντα λόγω της ομοιότητας των λουλουδιών του. Σε πολλά μέρη ονομάζεται σιδερίτης
Ιστορικά στοιχεία.
Αναφέρεται, παρ’ ότι αμφισβητείται για το αν πρόκειται για το ίδιο φυτό, από τον Διοσκουρίδη στο έργο του “De Materia Medica”. Ο Λινναίος είναι ο πρώτος που περιέγραψε τους σιδερίτες, οι Βerthelot και Webb to 1836, o Βentham to 1948, ο Bolle και ο Mendoza-Henner το 1977, αναφέρουν σε μελέτες τους το φυτό στη προσπάθειά τους να το κατατάξουν.
Στην παραδοσιακή ιατρική χρησιμοποιείται από τα αρχαία χρόνια και υπάρχουν καταγραφές σε κείμενα του Ιπποκράτη-όπου αναφέρεται σαν εμμηναγωγό, τονωτικό, φάρμακο σε προβλήματα στομάχου, αρθρώσεων, αναπνευστικού-και του Θεόφραστου. Ο Γεννάδιος αναφέρει ότι το όνομα του προέρχεται από τη δυνατότητα του φυτού να θεραπεύει πληγές από σίδερο.
Ποικιλίες
Υπάρχουν 140 περίπου ποικιλίες σε όλο τον κόσμο και 14 στην Ελλάδα. Οι πιο γνωστές απ’ αυτές είναι:
- Sideritis Clandestina
- Sideritis Athoa
- Sideritis Syriaca
- Sideritis Scarbica
- Sideritis Euboea
- Sideritis Raeseri
Η ονοματολογία του εξαρτάται από τον τόπο που φύεται και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που του δίνουν οι τοπικές συνθήκες.
Θεραπευτικές ιδιότητες
Μελέτες όπως η παρακάτω, έχουν δείξει ότι το τσάι του βουνού έχει μαλακτικές, εμμηναγωγές, αντιμικροβιακές, αντιφλεγμoνώδεις, αντιοξειδωτικές και τονωτικές δράσεις.
Στην παραδοσιακή ιατρική χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος, τους κοιλιακούς πόνους και γενικά για αντιμετώπιση ελαφρών προβλημάτων στο ανώτερο αναπνευστικό. Πίνεται κρύο ή ζεστό, σαν έκχυμα ή αφέψημα και όπως και νάναι είναι παρηγορητικό, τονωτκιό και θερμαντικό στο κρύο του Χειμώνα.
Φαρµακολογικές ιδιότητες του γένους Sideritis .
Τα παρακάτω στοιχεία υπάρχουν στη δημοσιευμένη έρευνα της Χρυσής Γαβριέλη. ethno/sideritis/tsai_tou_vounou_files/Tsai_tou_vounou_Gavrieli_Xrisi.pdf
Φυσικοχηµική και Φαρµακολογική Μελέτη του Φυτού Sideritis raeseri ssp.raeseri «Τσάι του Βουνού»
Χρυσή Γαβριέλη, Εργαστήριο Φαρµακογνωσίας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Σχολή Επιστηµών Υγείας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, 54006 Θεσσαλονίκη
Μια σειρά µελετών έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς τόσο σε φυτικά εκχυλίσµατα του γένους Sideritis όσο και σε χηµικές ενώσεις που αποµονώθηκαν από αυτά για να εκτιµηθούν οι θεραπευτικές τους ιδιότητες. Για παράδειγµα, µελετήθηκε η αντιφλεγµονώδης δράση των αιθανολικών εκχυλισµάτων έξι ειδών Sideritis που, φύονται στην Τουρκία και µόνο ένα από αυτά δεν εµφάνιζε δράση (Yesilado et al 1989). Έτσι τα εκχυλίσµατα των S. pisidica, S. argyrea, S. /ibanotica ssp. ίnearis και S. perfolίata εµφάνισαν σύµφωνα µε τους ερευνητές αντιφλεγµονώδη δράση σε οξεία φάση φλεγµονής. Για αναλγητική και αντιφλεγµονώδη δράση εξετάσθηκε και ο 8-O- γλυκοζίτης της υπολαετίνης, που αποµονώθηκε από το S. murgonensis (Vίllar et al 1984). Ο γλυκοζίτης έδειχνε ισχυρότερη αντιφλεγµονώδη δράση από τη φαινυλοβουταζόνη σε οξεία φάση φλεγµονής, αλλά η αντιφλεγµονώδης δράση του ήταν µικρότερη σε χρόνια φάση. Πλεονέκτηµα θεωρήθηκε όµως το γεγονός ότι αντίθετα µε τη φαινυλοβουταζόνη δεν προκαλούσε έλκη του γαστρεντερικού σωλήνα. Τα παραπάνω αποτελέσµατα δείχνουν ότι ο 8-Ογλυκοζίτης της υπολαετίνηςσυνδυάζει αντιφλεγµονώδεις και αντιελκωτικές ιδιότητες και προτείνεται εναλλακτικά σαν ένας µη στεροειδής αντιφλεγµονώδης παράγοντας.
Φλαβονοειδές που αποµονώθηκε από το εκχύλισµα του οξικού αιθυλεστέρα του S. murgonensis (Villar et al 1982) µετά από πειράµατα που έγιναν σε αποµονωµένη µήτρα ποντικών, βρέθηκε ότι εµφάνιζε αντιφλεγµονώδη δράση, που πιθανά οφειλόταν σε αναστολή της βιοσύνθεση ς των προσταγλανδινών. Ακόµη από το S. leucantha (Jimenez et al 1986) αποµονώθηκε η σιδεριτοφλαβόνη που βρέθηκε ότι κατείχε αντιφλεγµονώδη δράση σε οξεία φάση φλεγµονής. Τέλος εκτός των φλαβονοειδών, διάφορες τερπενικές και άλλες ενώσεις που αποµονώθηκαν από διάφορα είδη Sideritis έδειξαν ότι παρουσιάζουν ανάλογη δράση.
Όσον αφορά την αντιφλεγµονώδη δράση που εµφανίζουν τα φυτά του γένους Sideritis, αυτή οφείλεται κυρίως στα φλαβονοειδή αλλά και στις διτερπενικές ενώσεις. Εµπεριστατωµένη ανασκόπηση της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας αποδίδει την αντιφλεγµονώδη δράση:
1) στην επίδραση των δραστικών συστατικών στο µεταβολισµό του αραχιδονικού οξέος στο επίπεδο της φωσφολιπάσης, µε αποτέλεσµα την αναστολή της βιοσύνθεσης προσταγλανδινών και άλλων εικοσανοειδών, όπως θροµβοξανίων και λευκοτριενίων (de las Heras and Hoult 1994),
2) στη δράση των φλαβονοειδών ως αντιοξειδωτικών και συλλεκτών ελευθέρων ριζών (Middleton and Kandaswami 1992),
3) στη µειωµένη διείσδυση των ουδετεροφίλων στον τόπο της φλεγµονής (Navarro et al 1997) και 4) στην αναστολή της µη ενζυµικώς υπεροξείδωσης των λιπών (Rios et aI1992). Εκτός από την αντιφλεγµονώδη δράση, βρέθηκε ότι είδη του γένους Sideritis εµφανίζουν και άλλες φαρµακολογικές δράσεις όπως 1) αντιµικροβιακή έναντι Gram θετικών βακτηρίων (Diaz et al 1988), 2) δράση κατά του καταρράκτη (TomasBarberan et aI1986), 3) αντιθροµβωτική δράση (Villar et a11985) και
4) αντιυπερτασική δράση (Paya et aI1985).
Α.Χ.